- ριζοκαλίνη
- η, Νονομασία που δόθηκε σε μια ουσία ή ομάδα ουσιών, τής οποίας η ταυτότητα δεν έχει ακόμη διευκρινιστεί επακριβώς και η οποία, όπως και η αυξίνη, είναι απαραίτητη για τον σχηματισμό τών ριζών τών φυτών.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. rhizocaline (< ρίζα + caline «είδος ουσίας»)].
Dictionary of Greek. 2013.